Μα γιατί;…. Γιατί πολεμάμε οι άνθρωποι;
«Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να μην ξέρεις που να κρυφτείς…
Δεν υπάρχει τυραννικότερη αμφιβολία απ’ την αμφιβολία: «Ζει ο άνθρωπός μου;»
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον πόνο της απώλειας αγαπημένων προσώπων δίχως επαρκή λόγο, δίχως αιτία…
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος όνειδος απ’ τον όνειδο του πολέμου…
Μα γιατί;»
Τα λόγια αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου, ξανά και ξανά, όπως οι υπερσύγχρονες έξυπνες βόμβες που πετούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας τέσσερις ημέρες τώρα, πλήττοντας στόχους αδιακρίτως. Πόσο έξυπνες μπορεί να ήταν λοιπόν; Πόσο έξυπνος μπορεί να είναι ο άνθρωπος που κατασκευάζει προηγμένα οπλικά επιθετικά συστήματα; Ο ίδιος ο Αϊνστάιν, λίγο πριν πεθάνει – κι όσον αφορά τη συμβολή του στην κατασκευή των πυρηνικών βομβών – παραδέχτηκε πως ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του.
‘’Μα συγγνώμη, ρωτώ πραγματικά, κι όποιος μπορεί ας μου απαντήσει, οι βόμβες μπορούν να έχουν κάποιον άλλο σκοπό απ’ τον θάνατο, απ’ την καταστροφή; Πόσο έξυπνος είναι ο άνθρωπος που σκορπά τη φαιά του ουσία για να σκοτώσει, για να καταστρέψει; Γνώρισα πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου, κι οι ευφυέστεροι από δαύτους δημιουργούσαν, παρήγαν, δούλευαν για μια καλύτερη ζωή… όχι για τον θάνατο…’’
‘’Μα γιατί;’’
Ένα τεράστιο γιατί πλανιόταν στη σκέψη μου, αλλά έπρεπε προς το παρόν να αφήσω τις ονειροπόλες σκέψεις μου… έπρεπε να επιβιώσω.
Αν υπήρχε κάτι βασανιστικότερο απ’ τις βόμβες, ήταν οι σειρήνες του πολέμου… Οι βόμβες σταματούσαν που και που… Αυτές ποτέ… Μου τρυπάνιζαν τ΄ αυτιά, σαν αδιάκοπος βόμβος μελισσιού σε πλήρη λειτουργία. Κοίταξα φοβισμένη έξω απ΄ το παράθυρο… Μία καινούρια ημέρα είχε ξημερώσει στον ουκρανικό Σαρτανά… Κυριακή 27/2/2022, ημέρα του Θεού… Του ίδιου θεού, όχι διαφορετικού… Θεού Ουκρανών και Ρώσων…. Εγώ Ελληνίδα ομογενής… Και δικού μου θεού, λοιπόν.
Έτρεμα γι΄αυτό που θ’ αντίκριζα… Όλο το βράδυ πύραυλοι σύριζαν στον αγέρα σαν υπερηχητικές σαΐτες, κρότοι εκρήξεων περίζωναν το σπίτι μου, κάποιοι αλάργα, κάποιοι λες και το ‘σχιζαν συθέμελα… Ξάφνου φωτιές ξεπηδούσαν μες στην ερεβώδη νυκτιά, κι αστραπιαία ατίθασες φλόγες πάλευαν να νικήσουν το σκότος, ανέβαιναν κι ορμούσαν απάνω του σαν λυσσασμένα σκυλιά… Εντούτοις, γρήγορα έπεφταν κάτω και σιγόκαιγαν χαμλά σαν μπατίρικα χαμίνια… Έλεος… Κι όμως κανένα έλεος… Ξημέρωσε κι οι βόμβες έπεφταν σωρηδόν με τον ίδιο φρενήρη κι αμείωτο ρυθμό. Φοβόμουν, ωστόσο τόλμησα και έριξα μια πεταχτή ματιά απ’ το παράθυρο… Θεέ μου, στάχτες παντού, δέντρα καμένα και κλαριά σκορπισμένα τριγύρω, απλωμένα σαν ένα μακάβριο έργο τέχνης παρανοϊκού σουρεαλιστή καλλιτέχνη.
‘’Μα γιατί;’’
Ο γιος μου ήρθε κι έχωσε το φοβισμένο μουτράκι του ανάμεσα στα χέρια μου… ‘’Ποια μάνα μπορεί να βλέπει το παιδί της φοβισμένο, ποια μάνα θέλει να μεγαλώνει το παιδί της σε τέτοιον κόσμο’’, αναρωτήθηκα. Κι όμως μανάδες υπάρχουν παντού, και κάνουν παιδιά, παιδιά που αργότερα σέρνουν πολέμους κι αφανίζουν άλλων μανάδων παιδιά.
‘’Μα γιατί;’’
Αγκάλιασα το μικρό μου καμάρι, τον μικρό μου Όλεγκ, κι έχωσα το αποκαρδιωμένο μουτράκι του βαθιά μες στον κόρφο μου, να νιώσει ασφάλεια. Ένας συριγμός ακόμη ξεπετάχτηκε απ’ τον ουρανό παγώνοντας το αίμα μου… Μία έκρηξη ακολούθησε, μια έκρηξη τόσο κοντά που το τσιμεντολιθοχτισμένο σπίτ.ι μου τραντάχτηκε ολούθε… Φωνές τρόμου και στριγκλιές οδυρμού ακολούθησαν, συμπληρώνοντας το εφιαλτικό παζλ του πολέμου… Κάτι δοκάρια έπεσαν απ’ το ταβάνι κι έσκασαν με πάταγο δίπλα μας… Φοβόμουν, αλλά το ένστικτο της επιβίωσης, και κυρίως το μητρικό ένστικτο, ήταν ισχυρότερα απ’ τη συμφιλίωση με το θάνατο… Άρπαξα τον γιο μου απ΄την μαλακή του παλάμη και τον σήκωσα, στριμώχνοντάς τον, στο πιο ασφαλές καταφύγιο της στιγμής, την μητρική αγκαλιά μου. Ύστερα όρμησα έξω. Η λογική είχε νικήσει. Οι πέντε τσιμεντόλιθοι του φτωχικού μας φάνταζαν παντελώς ανήμπορες εν συγκρίσει με την καταστροφική ικανότητα αυτών των φονικών μηχανών. Ούτε ν’ ανοίξω την πόρτα δεν χρειάστηκε∙ είχε κι αυτή ξεχαρβαλωθεί και κρεμόταν μισάνοιχτη απ’ τον σκουριασμένο μεντεσέ της.
Ήμασταν φτωχοί, ωστόσο – μέχρι και πριν τέσσερις ημέρες δηλαδή – ζούσαμε ειρηνικά, ευτυχισμένοι και λεύτεροι. Αλλά ήρθε η επίταξη, ήρθε το καθήκον, ήρθε η ώρα ο άνδρας μου να διακινδυνέψει τη ζωή του σ’ έναν πόλεμο που θ’ αφήσει αδιαμφισβήτητα ισχυρότερους και πλουσιότερους κάποιους λίγους, κι εμάς Ρώσους κι Ουκρανούς απλούς πολίτες – ανεξαρτήτως αποτελέσματος – πιότερο φτωχούς.
‘’Μα γιατί;’’
Έτρεξα ανάμεσα στ’ αποκαΐδια, έτρεξα για τον μικρό μου γιο πρωτίστως, παρά για μένα… Ξυπόλυτη, έτρεξα κι οι φτέρνες μου σβαρνίστηκαν στις κακοτράχαλες πέτρες και τα σουβλερά βομβισμένα κλαριά, ώσπου μάτωσαν… Έτρεξα όπως είχαν τρέξει οι πρόγονές μου για να γλιτώσουν απ’ τ’ αλβανικά στίφη που έστειλαν οι Οθωμανοί ως αντίποινα των Ορλωφικών, που υποκίνησε η τσαρίνα Αικατερίνη Β το 1770 ως αντιπερισπασμό, αποσκοπώντας στην κατάκτηση των βόρειων οθωμανικών επαρχιών… Έτρεξα όπως οι πρόγονές μου όταν ο τσάρος καταδίκασε την ελληνική επανάσταση που υποκίνησε ο Υψηλάντης τον Φεβρουάριο του 1821, παρόλο που εκείνος φώναζε: «Κινηθήτε ω φίλοι και θέλετε ειδεί μια κραταιά δύναμη (τη Ρωσία) να υπερασπιστεί τα δίκαιά μας»… Έτρεξα όπως οι προγονές μου μακριά απ΄τη Σμύρνη, προτού ατιμαστούν και σφαγιαστούν, πνιγούν ή καούν ζωντανές με τον πιο φρικιαστικό τρόπο, όταν η τότε Σοβιετική ‘Ενωση ενίσχυσε σθεναρά τον Κεμάλ στον αγώνα εναντίον του ελληνικού στρατού (βλέπετε ήταν κι ο Βενιζέλος αντικομμουνιστής)… Έτρεξα όπως οι πόντιες προγονές μου κατά την εκδίωξη του ποντιακού στοιχείου από τον Στάλιν τη δεκαετία του ‘30, καθώς χαρακτηρίστηκαν επικίνδυνη εθνική μειονότητα… Έτρεξα όπως οι πρόγονές μου όταν οι ναζί το ’41 εισέβαλαν στην Ελλάδα, αλλά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότωφ δεν επέτρεπε στους αδερφούς Ρώσους να επέμβουν… Έτρεξα όπως οι αριστερές πρόγονές μου στα βουνά κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφύλιου, μιας κι οι ομοϊδεάτες Ρώσοι σύντροφοι δεν τις βοήθησαν, αλλά ούτε και το βασίλειο της Ελλάδας, παρόλο που παρείχαν γη και ύδωρ στη γείτονα Αλβανία για να μην ανακινηθεί το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα… Έτρεξα όπως οι πρόγονές μου κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα όταν οι Ρώσοι στήριξαν Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Ρουμανία για το Μακεδονικό και το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα… Και συνέχισα τρέχοντας όπως η γιαγιά μου για να μην πεθάνει απ’ τον μεγάλο ουκρανικό λιμό, το Γολοντομόρ, κι έτρεξα όπως έτρεξε αμέσως μετά για να γλιτώσει απ’ τις οβίδες και την φρίκη του Β Παγκόσμιου Πολέμου, που αφάνισαν εκατομμύρια Ουκρανών… Κι όσο πλησίαζε ο χρόνος, όσο γινόντουσαν νωπές οι πληγές, έτρεχα ακόμη πιο γρήγορα, όπως έτρεξα κατά τη διάρκεια του κινήματος Γιουρομαϊντάν και τον ανεπίσημο πόλεμο του Ντονμπάς, αλλά και την κρίση της Κριμαίας, όταν έτρεχα για να γλιτώσω από Ουκρανούς εθνικιστές αλλά κι από Ρώσους παραστρατιωτικούς… Τόσο τρέξιμο εξαιτίας της ομόδοξης Ρωσίας σε δύο περίπου αιώνες, τόσο τρέξιμο για τον Μόσκοβο στον οποίο ήλπιζε η σκλαβωμένη Ελλαδίτσα χρόνια και χρόνια στη σειρά, στον απελευθερωτή Μόσκοβο, στο ξανθό γένος των προφητειών, που παρά μόνο μία και μοναδική φορά στάθηκε στο πλευρό μας στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, και τότε πάλι για δικό του συμφέρον.
Τόσο τρέξιμο εξαιτίας ενός αναίτιου ψυχρού πολέμου μεταξύ Ρωσίας κι Αμερικής, αλλά και των ισχυρών της Ευρώπης, που κατάφεραν ν΄ απομακρύνουν το ρωσικό έθνος απ΄ την Ευρώπη, μία ενωμένη, προηγμένη δυτική Ευρώπη, χριστιανών αλλά και μη, όπου έπρεπε και ήταν καλύτερο για όλους ν’ ανήκει.
‘’Μα γιατί;’’
Το γιατί το έμαθα πια για τα καλά. Γιατί η μόνη αδερφοσύνη που υπάρχει είναι όταν μιλάει το χρήμα κι η εξουσία, που είναι πιο δυνατά από κάθε έθνος, από κάθε θρησκεία… Την ίδια αδερφοσύνη που επέδειξαν Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί κι Αμερικάνοι εις το διηνεκές των αιώνων, την Αδερφοσύνη του Συμφέροντος… Να το γιατί… Γιατί εμείς οι λαοί, η μεγαλύτερη δύναμη στον άδικο τούτο κόσμο, αφήνουμε να γίνονται όλα αυτά… Να το πιο αληθινό γιατί…
Έτρεξα για μία ακόμη φορά απογοητευμένη, έτρεξα να κρυφτώ σ’ ένα υπόγειο κοντινό κελάρι… Ώσπου μία ακόμη βόμβα έσχισε τον αέρα και προσγειώθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο κτήριο παραδίπλα, που έστεκε δεν έστεκε, σαν σαρακοφαγωμένος υπεραιωνόβιος πλάτανος. Θραύσματα απογειώθηκαν παντού κι έσπευσα να ξαπλώσω στο έδαφος με τον Όλεγκ στην αγκαλιά μου… Ένα θραύσμα με βρήκε στο πόδι κι ένιωσα καυτό αίμα να τρέχει στον μηρό μου… Αν δεν ήταν το αίμα ίσως και να νόμιζα πως γλίτωσα αλώβητη… Έκανα να σηκωθώ, δίνοντας κουράγιο στον Όλεγκ, αλλά σύντομα πρόσεξα τα πιο πηκτά αίματα στην αγκαλιά μου… Μα γιατί, γιατί, γιατί; … Ο γιος μου κρεμόταν απ’ τα χέρια μου άψυχος σαν ξύλινη μαριονέτα με χυμένα τα μυαλά του στο στήθος μου… Παραπάτησα, έχασα το φως απ’ τα μάτια μου, η γη ανέβηκε στον ουρανό κι ο ουρανός προσγειώθηκε στα πόδια μου σαν τον κουρελή επαίτη, ζητώντας συγγνώμη για τις αδικίες της ζωής… Γκρεμίστηκα, γκρεμίστηκα κι ούρλιαξα, ούρλιαξα σαν το θεριό, σαν τη λύκαινα που χάνει το παιδί της βράδυ πανσελήνου, ούρλιαξα κι ένιωσα το έδαφος να σκίζεται στα πόδια μου, ούρλιαξα κι έμπηξα τα νύχια μου στο παγωμένο έδαφος, σέρνοντας το ταλαίπωρο κορμί μου, ξεσκίζοντας τα ρούχα μου, ζητώντας λύτρωση απ’ τον πόνο της ψυχής με σωματικό πόνο… Μα γιατί, γιατί, γιατί; Γιατί τρέχω, γιατί τρέχουμε τόσο καιρό μακριά απ’ τον πόνο… Παρά μόνο για να μας ξανάβρει…
Δύο στρατιώτες ξεπρόβαλαν μέσα απ΄ το γκρεμισμένο κτήριο καμουφλαρισμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι… Η μνήμη τόσων αιώνων τρεξίματος έκαναν τα πόδια μου να κινήσουν μακριά… Εντούτοις, η πονεμένη, παγωμένη μου καρδιά αντιστάθηκε… Κι άλλαξα… Προχώρησα μπροστά, αρχικά διστακτικά, σκίζοντας τα κουρελόρουχά μου κομμάτι-κομμάτι με τα πονεμένα και στεγνωμένα απ’ την ατέλευτη πείνα χέρια μου… Κι αφού έσχισα όλα μου τα ρούχα, έτρεξα μπροστά και κατά πάνω τους ανοίγοντας τα χέρια μου, προτάσσοντας τα στήθη μου, έτρεξα αντικρίζοντας τον κίνδυνο κατάματα, παίρνοντάς το απόφαση…
Δε θα έτρεχα ποτέ ξανά…
Μα Γιατί;
Γιατί έτσι τουλάχιστον δε θα μου ΄κλεβαν ποτέ ξανά το αναφαίρετο και πολυτιμότερο ανθρώπινο αγαθό…
Τη λευτεριά μου… Την πραγματική λευτεριά μου…
Αφιερωμένο σε κάθε κατατρεγμένη ψυχή απ’ την φρίκη του πολέμου, αφιερωμένο στους Έλληνες ομογενείς αλλά και στους Ουκρανούς και Ρώσους στρατιώτες που χάθηκαν και θα χαθούν σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους.