fbpx
Το μυστικό του Ταντάλου
GeorgeGio

Ήθελα απλά να διασκεδάσω… – Μίνι Διήγημα

 
Άνοιξα τα μάτια μου…
 
Καλύτερα να μην τα ‘χα… Ένιωθα χαμένη. Υπό άλλες συνθήκες, ίσως και να ‘νιωθα θαλπωρή, ίσως και να ‘νιωθα ασφάλεια, τυλιγμένη στα σατέν νεφ νεφ σεντόνια μου.
 
Κι όμως…
 
Μια βασανιστική πλημμυρίδα ανασφάλειας έπνιγε το μέσα μου, ενώσω ένα κενό μνήμης, επικαθήμενο στην σκέψη μου σαν πυκνοϋφασμένες νεφέλες σε απόκρημνες βουνοκορφές, προσπαθούσε να με προστατέψει. Μάταια όμως… Σποραδικές χθεσινοβραδινές εικόνες ορμούσαν σαν τους γύπες σε κύματα ν’ αποφάνε ότι είχε απομείνει απ’ τη δύσμοιρη ψυχή μου…
 
Πρώτη μου θύμηση – Η τελευταία ευχάριστη… Βρισκόμουν με τη φίλη μου σ’ ένα πάρτι στην πολυτελή σουίτα γνωστού ξενοδοχείου. Εκκωφαντική μουσική μ’ υποχρέωνε να βροντοφωνάζω στ’ αυτί της, για να της δηλώσω την πρόσκαιρη χαρά μου… Διασκέδαζα, μετά από καιρό διασκέδαζα, το είχα ανάγκη… Τόσα δυσοίωνα είχαν συμβεί τελευταία… Απ’ αυτά που σου παίρνουν ότι αγαπάς, που σου παίρνουν – μία και για πάντα – αγαπημένα πρόσωπα δίχως να σε ρωτήσουν… Ήθελα τόσο να διασκεδάσω το ‘χα ανάγκη… Πραγματική ανάγκη… Ήμουν τόσο νέα, κι ο πόνος που ‘χα ήδη βιώσει πόσο δυσανάλογος ήταν των ετών μου… Για πρώτη φορά, μετά από καιρό, ένιωθα αυτή τη σχισμή ανάμεσα στα μάγουλά μου να τσακίζει προς τα πάνω, για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα μία ασθενική δύναμη να πιέζει τη θλίψη μου προς τα κάτω, όχι πολύ, όσο όμως χρειαζόταν για ν’ αχνογελάσω, έστω και για μία φορά, έστω και για ένα και μοναδικό βράδυ.
 
 
Αλλ΄ αυτή η παντοδύναμη, αδυσώπητη θλίψη μου δεν το ‘βαζε κάτω… Πάλευε μέσα μου, σαν πανίσχυρη χίμαιρα, να μου κλέψει την στιγμή… Δε θα περνούσε όμως το δικό της… Όχι αυτή τη φορά… Άρπαξα ένα ακόμη ποτό, που ήταν το μόνο αποτελεσματικό όπλο στον άνισο αυτόν πόλεμο, ένα ποτό που μου πρόσφερε απλόχερα ένα νεαρό αγόρι, ένα αγόρι ελάχιστα μεγαλύτερο. Άδειασα μια γενναία γουλιά στον διψασμένο οισοφάγο μου. Πίκριζε λιγάκι περισσότερο, ωστόσο γρήγορα έκανε τη δουλειά του. Είχα επιτέλους νικήσει… Ξέχασα τη θλίψη μου και χαμογελούσα, χαμογελούσα κι επιτέλους διασκέδαζα με όλη μου την καρδιά.
 

Πόσο μου ‘ χε λείψει αυτό το συναίσθημα. Πόσο κάθε μέρα ευχόμουν ουδείς να μη νιώθει θλίψη, πόσο άδικη κατάρα, τι αρρώστια αυτή η θλίψη… Κι αν ήταν ανέφικτη η ευχή μου, ευχόμουν – έστω – κανένα παιδί, κανένας νέος να μη νιώθει θλίψη, γιατί κάτι μέσα μου μού ‘λεγε ότι ένα παιδί, ένας νέος που είναι θλιμμένος, ΠΟΤΕ του δε θα γελάσει πραγματικά…

Πλέον δε γελούσα απλά, ξεκαρδιζόμουν… Ξεκαρδιζόμουν με τη φίλη μου, με το χτένισμά της, ένα κουμπί στο φόρεμά της, με τους γυαλιστερούς πολυελαίους στην οροφή του δωματίου, μια κοπέλα ασπροφορεμένη σαν νυφούλα που την έλεγα Χιονάτη, με έναν μπάτλερ που ΄χε φράκο… παραμύθι ‘μοιαζαν όλα… προς το παρόν δίχως δράκο…
 
Η ασυγκράτητη ευεξία μου, ωστόσο, δε διήρκησε πολύ… Μια ανυπόφορη ζαλάδα μού μούδιαζε πλέον το κεφάλι… Σύντομα δυσκολευόμουν ν’ ανασάνω, ήταν όλα αποπνιχτικά… Το παραμύθι έμοιαζε πλέον εφιάλτης, η Χιονάτη γελούσε σαν τη μάγισσα Φρικαντέλα, ο πολυέλαιος με τύφλωνε με τ’ αστραφτερό του φως σαν τον νεογνό φοίνικα π ‘ αναγεννιέται απ΄τις στάχτες του, ο μπάτλερ με το φράκο, έμοιαζε με δράκο…
 
Η φίλη μου κατάλαβε:
 
«Είσαι καλά;», με ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.
 
«Όχι», απάντησα λιτά και περιεκτικά, «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ».
 
Έτσι και κάναμε. Χαζοστηρίχτηκα πάνω της και στηλώθηκα στα δυο μου πόδια. Γουάου, το πάτωμα έφευγε απ’ τα πόδια μου, όλο το δάπεδο έμοιαζε με διάδρομο γυμναστικής. Ζαλιζόμουν παράφορα. Άρχισα να τρέχω στον διάδρομο κι έφτασα ως την πόρτα, και γρήγορα ως τον κανονικό διάδρομο του ξενοδοχείου. Τώρα οι τοίχοι έπαιζαν τον δικό τους σκοπό… Ανέβαιναν, κατέβαιναν, πηγαινοέρχονταν δεξιά κι αριστερά σαν δαιμονισμένος κουλοχέρης… Έτρεξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, μπας και γλιτώσω, ωστόσο μπάταρα κι εγώ δεξιά κι αριστερά, με αντίθετο όμως ρυθμό απ΄ αυτόν των τοίχων.
 
Ουφ… Επιτέλους τα είχαμε καταφέρει… Εισήλθαμε στην πόρτα του ξενοδοχείου, που έμοιαζε με καρουζέλ λούνα παρκ, κι ευθύς άρχισα να την σπρώχνω απεγνωσμένα να γυρίσει. Θυμήθηκα – μέσα στην πρώτη θύμησή μου – τον πατερούλη μου όταν ήμουν μικρή, και τ’ αθώα μου τότε διπλοφουρνιστά κοτσιδάκια-τσουρεκάκια, συγκεκριμένα μια επική βόλτα μας στο λούνα παρκ τ’ αηδονάκια… Άχου τον πατερούλη μου… Τόσο μου έλειπε…
Έσπρωχνα κι η τελευταία μου ανάμνηση έκανε τον γκρουπιέρη με την κοκκινωπή ενδυμασία του να μοιάζει με μολυβένιο στρατιώτη… Γέλασα με την ψυχή μου… Τι είχα πιει τελοσπάντων, τι μου ‘χαν δώσει;
Βγήκαμε κι αποχαιρέτησα τη φίλη μου… Απομακρυνόταν και προσπαθούσα να εισπνεύσω το καθαρό αγέρι. Ωστόσο κι οι τελευταίες ελπίδες μου αποδείχτηκαν φρούδες. Πιο συγκεκριμένα, πίστευα – η δύσμοιρη – ότι το φρέσκο αγέρι θα με φρεσκάριζε κι εμένα. Μολαταύτα, όλο και βυθιζόμουν, όλο και τυλιγόμουν σ΄ένα θεοσκότεινο πέπλο.
 
‘’Δεν μπορώ, δεν έχω τις δυνάμεις να οδηγήσω, δεν θα τα καταφέρω… Θα γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο’’, ήταν η σοφή απόφαση της στιγμής.
 
Γύρισα, μετά κόπων και βασάνων, τρεκλίζοντας ως τη ρεσεψιόν.
 
«Θέλω μία κράτηση για σήμερα το βράδυ», είπα σχεδόν ξεψυχώντας.
 
Με εξυπηρέτησαν σβέλτα και, όχι και το ίδιο σβέλτα, βρέθηκα ν’ αγωνίζομαι σ΄έναν στίβο που αντί για ταρτάν ήταν επενδεδυμένος με μια παχιά σκουρόχρωμη μοκέτα, έχοντας ως μοναδικό ιδανικό τερματισμό – και σ’ οποιαδήποτε θέση – το δωμάτιό μου…. Από κει και πέρα, τίποτα δε θυμάμαι…
 
Θύμηση δεύτερη – Το ειδυλλιακό, πολυτελές περιβάλλον, τριγύρω, άρχισε να αποσυντίθεται σταδιακά από διάσπαρτες μικρές εικόνες, σαν το κουφάρι νεαρής καλλονής σε νεκροτομείο.
 
Πρώτη εικόνα ήταν κάτι χάπια αδιευκρίνιστης προελεύσεως αφημένα κάπως βιαστικά στο κομοδίνο δεξιά μου – Τι είχε συμβεί; – Δεύτερη εικόνα ένα κουτί καπότες σχισμένο άκομψα και πεταμένο βιαστικά στο παχύ χαλί επίσης δεξιά μου – Τι είχε γίνει; – Τρίτη εικόνα μια καπότα χρησιμοποιημένη κι άσχημα σουρωμένη, που πάσχιζε να εγκλωβίσει το περιεχόμενο της, προτού χυθεί σ΄ ένα σομόν χαλί, αυτή τη φορά στ’ αριστερά μου – Μου ‘ρθε αναγούλα – Τέταρτη εικόνα, πιο κοντινή μου, μία ακόμη καπότα στραγγισμένη, ολοκληρωτικά αδειανή, πεταμένη αδέξια ανάμεσα στα σκέλια μου, που τόσο με φαγούριζαν, και τυλιγμένη στ’ ατελείωτο κουβάρι των σεντονιών μου.
 
Δεν άντεξα, έτρεξα στο μπάνιο και ξέρασα μ΄ όλη μου τη δύναμη, μήπως και καθαρίσω μέσα μου. Μόλις απόκανα, άνοιξα τη βρύση της ντουζιέρας, κι αχνιστό νερό έτρεξε αθρόο. Χώθηκα από κάτω και τριβόμουν, τριβόμουν με όλη μου τη δύναμη, γδερνόμουν με τα νύχια μου, μήπως και καθαρίσει η βρωμιά… Ακόμη δεν καθάρισε…
 
Πέντε μέρες αργότερα
Βρισκόμουν φασκιωμένη μ΄ ένα λευκό σκούφο και μ’ ένα τριπλογυριστό λευκό κασκόλ με καφετί κάθετες ρίγες σ΄ένα παγκάκι δίπλα στον Θερμαϊκό με φόντο τον Πύργο τον Λευκό. Είχε κρύο, δεν ήμουν ωστόσο γι’ αυτό φασκιωμένη. Ήθελα απλά να κρύψω το πρόσωπό μου… Θα το συνήθιζα κι αυτό…
 
Αισθανόμουν μονίμως ρυπαρή, κι οι διάσπαρτες εικόνες απ΄το πολυτελές ξενοδοχείο στοίχειωναν όχι μόνο τα βράδια μου, αφήνοντάς με άγρυπνη, χαρίζοντάς μου μεταμεσονύκτιες απρόσμενες κραυγές και χτυποκάρδια, στοίχειωναν ακόμη και τις μέρες μου… Θα το συνήθιζα κι αυτό…
 

Τους νεαρούς που νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ότι θέλουν με τον παρά τους, που βρίσκουν παιχνίδι να ξευτιλίζουν τον συνάνθρωπό τους επειδή μεγάλωσαν νομίζοντας πως όλα τους ανήκουν, που μεγάλωσαν έχοντας την ιδέα πως υπάρχουν άνθρωποι ενός κατώτερου κόσμου, ενός κατώτερου θεού, που νόμιζαν πως μ΄ ένα ανήθικο, ένα κάλπικο, κατασκευασμένο βράδυ έγιναν άνδρες, πως με είχαν δικιά τους – Ποτέ τους δε με είχαν – θα δυσκολευόμουν αλλά… κάποια στιγμή… Θα τους συνήθιζα κι αυτούς…

 
Τους δύο κυρίους και τη μία κυρία που συζητούσαν προχθές στο λεωφορείο, με λόγια σαν σουβλερά αγκάθια:
 
«Α μωρέ με το τσουλάκι, τα ‘θελε και τα ‘παθε. Εμένα η κόρη μου ποτέ δε θα πήγαινε σε πάρτι σε ξενοδοχείο. Τι περίμενε δηλαδή;…», είχε πει ο κύριος μειδιάζοντας κι αποκτώντας ύφος χιλίων καρδιναλίων.
 
«Εμ, ντύνονται με κάτι φούστες στενές σαν τη Λωρίδα της Γάζας και μετά τι περιμένουν. Τα ίδια λέω και στην κόρη μου…», είχε πει η κυρία, ομολογουμένως παλαιών αρχών, με άκρα σοβαρότητα, κι ο τρίτος κύριος δίπλα έγνευσε συγκαταβατικά, συμπληρώνοντας: «Ναι, και το θυμήθηκε μετά από τόσες ημέρες».
 
Δεν το πίστευα, η μία ήταν γυναίκα. Ένιωσα προδομένη διπλά, κι ακόμη πιο προδομένη που οι δυο τους είχαν κόρες… Ήθελα απλά να διασκεδάσω… απολογούμουν συνέχεια από τότε στον εαυτό μου…
 
Ε, αυτά τα λόγια, δε θα τα συνήθιζα ποτέ…  Έβγαλα το σκούφο μου, ξετύλιξα το τριπλοτυλιγμένο κασκόλ μου, κι άφησα τον Βαρδάρη να μου γεμίσει το πρόσωπο… Το είχα πάρει απόφαση, δε θα κρυβόμουνα πια…
 
Ήθελα απλά να διασκεδάσω…
 
Αφιερωμένο όχι σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, αφιερωμένο σε όλους τους ανθρώπους που έχουν βιασθεί όχι μία φορά, αλλά πολλές φορές από την ίδια την αδυσώπητη κοινωνία μας και την άλογη κι εύκολη κριτική μας.

Related posts

Η βία κι η αποδοχή της από τη σύγχρονη κοινωνία

Thriallis

Έτος 2040. Δυστοπικό μίνι Διήγημα

Thriallis

Λαός της Παλαιστίνης

Thriallis

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη. Χρησιμοποιώντας τον ιστότοπό μας, αποδέχεστε όλα τα cookies σύμφωνα με την πολιτική μας. Αποδέχομαι Διάβασε περισσότερα